- σφιχτοκλειδώνω
- Νκλειδώνω σφιχτά, κλειδώνω ασφαλώς («καλώς το σεντουκάκι μου το σφιχτοκλειδωμένο», δημ. τραγούδι).[ΕΤΥΜΟΛ. < σφιχτός + κλειδώνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφιχτομανταλώνω — Ν σφιχτοκλειδώνω … Dictionary of Greek